- περιλάβω
- περιλαμβάνωembraceaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
περιλαβαίνω — περιλαβαίνω, περίλαβα και περιέλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: περιλαβαίνω – περιλαμβάνω : τα δύο ρ. διαφοροποιούνται ως προς τις σημασίες. Το περιλαβαίνω σημαίνει → αρπάζω, τσακώνω (π.χ. θα σε περιλάβω και θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!). Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιλαμβάνω — περιλαμβάνω, περιέλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: περιλαβαίνω – περιλαμβάνω : τα δύο ρ. διαφοροποιούνται ως προς τις σημασίες. Το περιλαβαίνω σημαίνει → αρπάζω, τσακώνω (π.χ. θα σε περιλάβω και θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!). Το περιλαμβάνω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χωρώ — και χωράω χώρεσα 1. μπορώ να περιλάβω, περικλείνω: Η αίθουσα αυτή χωράει πεντακόσια άτομα. 2. βρίσκω θέση σε κάποιο χώρο, περιέχομαι: Δε χωράμε όλοι στ αυτοκίνητο αυτό. 3. φρ., «Δεν τον χωράει ο τόπος», ο υπερβολικά ανυπόμονος ή στενοχωρημένος. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)